-
1 Sacrifice
subs.Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφάγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.Make sacrifice: P. and V. θύειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.The flame of sacrifice: V. θυηφάγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).The altar of sacrifice: V. δεξίμηλος ἐσχάρα ἡ (Eur., And. 1138).On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).——————v. trans.Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.Lose: Ar. and P. ἀποβάλλειν.I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice
-
2 Rite
subs.Bacchic rites: V. βακχεύματα, τά, τελεταὶ εὔιοι, αἱ; see Bacchanalia.Do you perform your rites by day or night? τὰ δʼ ἱρὰ νύκτωρ ἢ μεθʼ ἡμέραν τελεῖς; (Eur., Bacch. 485).Begin the rites: V. κατάρχεσθαι, P. κατάρχεσθαι τῶν ἱερῶν (of. Ar., Av. 959), προκατάρχεσθαι τῶν ἱερῶν, Ar. and P. ἀπάρχεσθαι (Xen.).Begin the rites by taking the meal from the baskets: V. ἐξάρχου κανᾶ (Eur., I.A. 435).He shall begin the rites with offering of meal and lustrations: V. προχύτας χέρνιβάς τʼ ἐνάρξεται (Eur., I.A. 955).President of the rites: P. ἱεροποιός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rite
См. также в других словарях:
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) … Dictionary of Greek
Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… … Dictionary of Greek
Ιερά — Τοπωνύμια της αρχαιότητας. 1. Ηφαιστειογενές νησί στα Β της Σικελίας, στο σύμπλεγμα των Λιπάρων ή Αιολίδων νήσων. Λεγόταν αρχαιότερα Θηρασία και Θέρμησσα και τη θεωρούσαν ιερό νησί του Ηφαίστου, που είχε εκεί τα σιδηρουργεία του. Είναι το… … Dictionary of Greek
Αμερικής, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ονομασία Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Η σύσταση και η διοίκησή της καθορίζονται με ιδιαίτερο σύνταγμα, που εκδόθηκε από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης… … Dictionary of Greek
Θήρας, Αμοργού και Νήσων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Σαντορίνη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 33 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 35 ιερείς. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση λειτουργούν οι αρχιερατικές επιτροπείες Θήρας, Ίου, Ανάφης, Θηρασίας,… … Dictionary of Greek
Ζακύνθου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Ζάκυνθο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 61 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 65 ιερείς. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες των… … Dictionary of Greek
Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 37 ενοριακοί ναοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν η ανδρική μονή της Αγίας Θεοδώρας (9ος αι.), το ησυχαστήριο των Αγίων Αποστόλων και Ισαποστόλων Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, το… … Dictionary of Greek
Κυθήρων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδας με έδρα τη Χώρα Κυθήρων. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 30 ενοριακοί ναοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το ανδρικό μοναστήρι του Οσίου Θεοδώρου. Στον τομέα της πνευματικής διακονίας λειτουργούν υπηρεσίες… … Dictionary of Greek
Μόρφου, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα τη Μόρφου, αλλά προσωρινά εδρεύει στην Ευρύχου της Κύπρου, λόγω κατάληψής της από τους Τούρκους, κατά την εισβολή τους στη Μεγαλόνησο το 1974, οπότε και το μεγαλύτερο μέρος των πιστών εγκαταστάθηκε στο ελεύθερο τμήμα του νησιού.… … Dictionary of Greek